- περπερεία
- ἡ, ΜΑ [περπερεύομαι]ματαιοδοξία, κενοδοξία, μεγαλαυχία («περπερεία γὰρ ὁ καλλωπισμὸς περιττότητος καὶ ἀχρειότητος ἔχων ἔμφασιν», Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περπερότης — ἡ, Α [πέρπερος] η περπερεία* … Dictionary of Greek
ԳՈՌՈԶՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0573 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 10c գ. τυραννίς tyrannia, tyrannicus dominatus Բռնաւորութիւն. բռնակալութիւն. բուռն եւ խրոխտ իշխանութիւն. ... *Գոռոզութեանց եւ բռնաւորութենաց ցանկան: Ի վերայ կռուել ʼի գոռոզութեան:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)